περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)