περιορισμός

περιορισμός
ο
1) ограничение;

περιορισμός των είσαγωγών — ограничение импорта;

κατάργηση των περιορισμών — отмена ограничений;

περιορισμ της κυκλοφορίας — комендантский час;

περιορισμ του εκλογικού δικαιώματος — избирательный ценз;

2) заключение, арест; заточение;

θέτω υπό περιορισμό[ν] — арестовать;

υπό κατ' οίκον περιορισμόν — под домашним арестом;

3) сдерживание; обуздание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περιορισμός" в других словарях:

  • περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …   Dictionary of Greek

  • περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»